οικοφθορώ

οικοφθορώ
οἰκοφθορῶ, -έω (Α) [οικοφθόρος]
1. σπαταλώ την οικιακή περιουσία
2. παθ. οἰκοφθοροῡμαι, -έομαι
καταστρέφομαι οικονομικά, χάνω την περιουσία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατοικοφθορώ — κατοικοφθορῶ, έω (Α) φθείρω, προξενώ καταστροφή με τη συμπεριφορά και την πολιτική μου («οὐδέν διειργάσατο καὶ κατοικοφθόρησε τὴν πόλιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκοφθορῶ «φθείρω, χάνω την περιουσία μου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”